Δευτέρα 29 Αυγούστου 2016

Η Μονή Καλυβιανής αποτελεί ένα ξεχωριστό παράδειγμα μοναστηριού που ταύτισε την πίστη και τη λατρεία με την κοινωνική προσφορά και το φιλανθρωπικό έργο. Βρίσκεται στην περιοχή Καλύβια Μεσαράς, κοντά στις Μοίρες, και είναι ένα από τα πιο σημαντικά προσκυνήματα της Κρήτης.
Από τις ελάχιστες σωζόμενες πληροφορίες-ενδείξεις εικάζεται ότι στην τοποθεσία αυτή υπήρχε μοναστήρι αφιερωμένο στην Παναγία, που καταστράφηκε όταν έγινε η επιδρομή των Οθωμανών εναντίον της Κρήτης στα μέσα του 17ου αι.

Το άγνωστο μοναστήρι λειτουργούσε ήδη στα χρόνια των Ενετών και πιθανότατα η περίοδος της ίδρυσής του ανάγεται στην εποχή του Βυζαντίου. Τα μόνα στοιχεία που απέμειναν από εκείνη την εποχή είναι ο μονόχωρος ναός (οι τοιχογραφίες του και το λίθινο τέμπλο του χρονολογούνται στο 14ο αι.) και οι τάφοι ασκητών που βρίσκονται στο εσωτερικό του. Οι τάφοι αυτοί δεν αφήνουν καμιά αμφιβολία για το μοναστικό παρελθόν της περιοχής. Αλλά και γύρω από το μικρό ναό της Καλυβιανής βρέθηκαν ερείπια παλαιότερων κτισμάτων και δεκάδες τάφοι σκαμμένοι μέσα στο χώμα, την ύπαρξη των οποίων αποκαλύπτει πλήθος εγγράφων της περιόδου 1872-1876. Ειδικότερα, κατά την εκσκαφή των θεμελίων των σύγχρονων κτιρίων της μονής (1957) βρέθηκαν θεμέλια παλαιότερων κτισμάτων πολύ μακρύτερα από τον παλαιό ναό, και έξω από την έκταση των 2-2,5 στρεμμάτων που υπολογίζεται ότι κατείχε ο χώρος του ναού πριν από το 1872. Τα κτίσματα αυτά βρίσκονταν ακόμα και δυτικότερα του σημερινού ηγουμενείου της Καλυβιανής. Πρόκειται προφανώς για τις εγκαταστάσεις του παλαιού μοναστηριού. Από τους τάφους που αποκαλύφθηκαν έχουν διατηρηθεί δύο μέσα στο ναό του Οσίου Χαραλάμπη  που ασκήτευσε στην Καλυβιανή κατά την οθωμανική περίοδο.

Μετά την κατάκτηση της Κρήτης (1669) οι Οθωμανοί καταπάτησαν τη γύρω περιοχή, όχι όμως και το ναό που λειτουργούσε σποραδικά μέχρι το 1821 και κατά καιρούς τα παλιά κελλιά στέγαζαν μεμονωμένους ασκητές. Μεταξύ των ετών 1821-1865 ο ναός εγκαταλείφθηκε από τους χριστιανούς και χρησιμοποιήθηκε από τους Οθωμανούς κατοίκους του γειτονικού χωριού Καλύβια σαν στάβλος ή αποθήκη. Το 1865, ένα χρόνο πριν τη μεγάλη Κρητική επανάσταση, ο Ιωάννης Μαργιολάκης από το χωριό Άγιος Ιωάννης άρχισε να επισκευάζει το ναό, και κυρίως το Άγιο Βήμα. Οι Οθωμανοί δεν τον εμπόδισαν. Όμως ο θρησκευτικός φανατισμός των Μουσουλμάνων της Κρήτης ώθησε δύο παιδιά να βεβηλώσουν το μικρό αυτό ναό. Το ένα παιδί πέθανε και το άλλο αρρώστησε. Το γεγονός συζητήθηκε έντονα σε όλο τον κάμπο της Μεσαράς και από τότε άρχισε η Καλυβιανή να αποκτά φήμη και να καταφτάνουν προσκυνητές. Οι Οθωμανοί οργισμένοι προσπαθούσαν να επιβάλουν απαγορεύσεις και να εμποδίσουν τους προσκυνητές να προσέρχονται στο ναό. Το θέμα πήρε τόσο μεγάλες διαστάσεις ώστε το 1873 ήταν το κύριο θέμα της Κρήτης. Η υπόθεση αυτή οδήγησε στην επέμβαση του Οικουμενικού Πατριάρχη Ιωακείμ Γ΄ και του σουλτάνου, που μετέθεσαν αντίστοιχα τον μητροπολίτη Μελέτιο και τον Διοικητή του Ηρακλείου Μουσταφά Πασά. Τον ίδιο χρόνο οι Δημογέροντες του Ηρακλείου έστειλαν μία εκτενή έκθεση των γεγονότων στους εκπροσώπους των χριστιανικών κρατών, προκειμένου να πιέσουν την οθωμανική πλευρά, ώστε να πάψει να εμποδίζει τους χριστιανούς στην εκτέλεση των θρησκευτικών καθηκόντων τους.
Παρά τις όποιες δυσκολίες η προσέλευση των πιστών συνέχισε να αυξάνει. Σημαντικό ρόλο σ’ αυτό διαδραμάτισε ο Ματθαίος Μιχελινάκης που, σύμφωνα με την παράδοση, βρήκε (1873) την εικόνα της Παναγίας κάτω από ένα δέντρο. Η είδηση αυτή προκάλεσε μεγάλη συγκίνηση. Η εικόνα θεωρήθηκε θαυματουργή και πλήθος πιστών άρχισαν να συρρέουν από κάθε γωνιά της Κρήτης. Πολλοί πιστοί αφιέρωναν μέρος της κινητής και ακίνητης περιουσίας τους στη μονή, με αποτέλεσμα να ολοκληρωθεί η πλήρης επισκευή του ναού που είχε ξεκινήσει το 1865 και να χτιστούν νέα βοηθητικά οικήματα στις εκτάσεις γύρω από το ναό που εξαγοράστηκαν από τους Οθωμανούς. Η φήμη της μονής ξεπέρασε σύντομα τα σύνορα της Κρήτης, γεγονός που καταγράφει και ο λογοτέχνης Ιωάννης Κονδυλάκης από τη Βιάννο στα τέλη του 19ου αι.
Στις πρώτες δεκαετίες του 20ου αι. ο ναός ήταν μικρός για να χωρέσει το πλήθος των προσκυνητών και αποφασίστηκε η ανέγερση νέου μεγαλύτερου και λαμπρότερου. Ο νέος ναός-σημερινό καθολικό χτίστηκε μεταξύ των ετών 1911-1924 και αφιερώθηκε στη Γέννηση, τον Ευαγγελισμό και την Κοίμηση της Θεοτόκου. Μετά το 1961 προστέθηκε ο πρόναος. Στο καθολικό φυλασσόταν η εικόνα της Παναγίας που βρέθηκε το 1873 και κλάπηκε πριν από μερικά χρόνια.
Το 1957 ο νέος -τότε- επίσκοπος της περιοχής Τιμόθεος Παπουτσάκης αποφάσισε να δώσει μια νέα πνοή στην Καλυβιανή. Σε ελάχιστο χρονικό διάστημα υλοποίησε τα σχέδιά του με την ανέγερση των πρώτων κτισμάτων και το 1961 αναγνωρίστηκε η μονή με βασιλικό διάταγμα (πρώτη φορά αναφέρεται ως Ιερά Μονή σε εκκλησιαστικό έγγραφο του 1921).  Σε λίγα χρόνια έγινε μία από τις μεγαλύτερες μονές της Κρήτης. Μαζί με τα κελλιά οικοδομήθηκαν σχολείο, ορφανοτροφείο, ίδρυμα παιδικής προστασίας, γηροκομείο, εργαστήριο υφαντικής και κεντητικής, τυπογραφείο, ξενώνας, κ.α. Ο ιδρυτής της μονής επίσκοπος Τιμόθεος έγινε Αρχιεπίσκοπος Κρήτης το 1978 και η προσφορά της συνεχίστηκε από τον διάδοχό του Κύριλλο. Τα τελευταία χρόνια ο Αρχιμανδρίτης και ιερέας της μονής Νεκτάριος Πατεράκης συμπλήρωσε την υποδομή της με ένα μουσείο εκκλησιαστικής και λαϊκής τέχνης.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου